υποτέρπομαι

υποτέρπομαι
Α [τέρπομαι]
τέρπομαι, ευχαριστιέμαι γι' αυτό που βρίσκεται αποπάνω μου («ὥσπερ ὑποτερπόμενοι τῇ τῆς περιβολῆς φανητίᾳ», Τιμαρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”